- υποδεσπόζουσα
- η, Νμουσ.1. η τέταρτη βαθμίδα τών διατονικών ευρωπαϊκών κλιμάκων2. φρ. «συγχορδία υποδεσπόζουσας»μουσ. συγχορδία που έχει ως θεμέλιο την παραπάνω βαθμίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + δεσπόζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαθμίδα — Το σκαλί, το σκαλοπάτι· η σκαλιέρα των ναυτικών· το κάθισμα σε ένα αμφιθέατρο· η θέση, η τάξη που καταλαμβάνει κάποιος στη σταδιοδρομία του. (Γεωλ.) Χαρακτηρίζονται β. οι υποδιαιρέσεις τις οποίες καθιέρωσαν οι γεωλόγοι για κάθε σειρά ιζηματογενών … Dictionary of Greek
καντάδα — Μουσικό κομμάτι για τρίφωνη ανδρική χορωδία, που τραγουδιέται συνήθως νύχτα και συχνά συνοδεύεται από μουσικά όργανα (κιθάρα και μαντολίνο). Ο όρος cantada, από τον οποίο προέρχεται ο ελληνικός κ., πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek